Ο όρος «ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας» προέρχεται από τον Νάρκισσο (μυθικό πρόσωπο), ο οποίος, γνωστός για την ομορφιά του, απολάμβανε να αυτοθαυμάζεται καθρεπτιζόμενος σε μια λίμνη όπου τελικά πνίγηκε προσπαθώντας να φτάσει το είδωλό του. Η συνεχής ανάγκη του ατόμου για αυτοθαυμασμό είναι χαρακτηριστική στα άτομα που πάσχουν από αυτή τη διαταραχή.
Ειδικότερα, βασικά γνωρίσματα του ατόμου που πάσχει από ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας αποτελούν η έντονη αίσθηση σπουδαιότητας και μεγαλείου καθώς και η υποτίμηση των ικανοτήτων των άλλων. Επίσης κυριαρχεί η πεποίθηση ότι το άτομο είναι εξαιρετικό και μοναδικό και γι’αυτό το λόγο θα πρέπει να σχετίζεται με υψηλού επιπέδου ανθρώπους. Η πεποίθησή του αυτή το οδηγεί στην αναζήτηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων και ευνοϊκότερης αντιμετώπισης σε σχέση με τους άλλους (Kaplan, 1996) Επίσης, τα άτομα αυτά ασχολούνται πολύ με την εμφάνισή τους, φροντίζουν να είναι επιτυχημένοι και να έχουν κύρος.
Ωστόσο, όλες αυτές οι ενασχολήσεις τους δεν έχουν άλλο στόχο από το θαυμασμό των άλλων. Ο Ryle αναφέρει πως τα άτομα με ναρκισσιστική δομή προσωπικότητας κινούνται μεταξύ των άκρων δύο αντίθετων πόλων. Είτε θα θαυμάζονται απο θαυμαστά άτομα, είτε θα υποτιμούν τους άλλους σε μια προσπάθεια αποφυγής της δικής τους υποτίμησης.
Ο θαυμασμός και η υποτίμηση, ως χαρακτηριστικές συμπεριφορές των ατόμων αυτών στις σχέσεις τους με τους άλλους πιθανότατα θα υιοθετηθούν και στη θεραπευτική σχέση. Όπως αναφέρει ο Ryle, στη γνωσιακή αναλυτική θεραπεία ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε στις σχέσεις μας, ή καλύτερα, οι ρόλοι που υιοθετούμε σε αυτές αποτελούν ένα παράδειγμα ενός γενικότερου μοντέλου «σχετίζεσθαι» που έχει τις ρίζες του στην παιδική ηλικία. Στη ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας φαίνεται ότι οι κυρίαρχοι ανταποδοτικοί ρόλοι 1 με τους οποίους το άτομο έχει μάθει να σχετίζεται είναι: θαυμαστήςθαυμαζόμενος, υποτιμών υποτιμημένος (Kerr,2002 ). Παρ’όλα αυτά, επιθυμία του ατόμου είναι η συσχέτισή του μόνο σε ρόλους θαυμαζόμενου ή θαυμαστή, ενώ η υποτίμηση αποτελεί τον αντίθετο πόλο στον οποίο,μέσω του θαυμασμού,προσπαθεί να μη φτάσει. Διαφορετικά, πίσω από την ανάγκη για θαυμασμό φαίνεται να υπάρχει μια θεμελιακή ανάγκη του ατόμου για αποφυγή της υποτίμησης.
Η δυσκολία σύναψης θεραπευτικής συμμαχίας με τα άτομα που πάσχουν από αυτή τη διαταραχή είναι εμφανής. Η τάση των θεραπευόμενων να επιζητούν θαυμασμό από το θεραπευτή αλλά και να τον θαυμάζουν οι ίδιοι ματαιώνουν πολλές φορές τον θεραπευτή, ο οποίος προσπαθεί να δημιουργήσει μια ρεαλιστική, απομυθοποιημένη σχέση με το θεραπευόμενο. Αντίστοιχα, ο θεραπευόμενος εκλαμβάνοντας ως υποτίμηση το γεγονός ότι ο θεραπευτής του δεν τον θαυμάζει, καταλήγει να υποτιμά αυτός το θεραπευτή. Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι εδώ, σύμφωνα με τον Ryle, η χρήση των ακριβών περιγραφών του ασθενούς κατά την καταγραφή των ρόλων αλλά και κατά τη δημιουργία του διαγράμματος 2. Με αυτόν τον τρόπο ο θεραπευόμενος δε νιώθει ότι κάποιος άλλος « ξέρει περισσότερα από αυτόν» η, ακόμη χειρότερα, ότι του ασκείται κριτική.
Οι Ryle και Kerr υποστηρίζουν, επίσης, ότι για τη δημιουργία μιας καλής θεραπευτικής σχέσης ο θεραπευτής θα πρέπει να επεξεργαστεί την αντιμεταβίβασή 3 του (πιθανότατα αρνητική λόγω της υποτίμησης που δέχεται από το θεραπευόμενο), αναγνωρίζοντας τη βαθύτατη ανάγκη του ασθενούς για βοήθεια. Η Nehmad (1997) μελετώντας την αντιμεταβίβαση προς τους θεραπευόμενους με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας θέτει το εξής ερώτημα: « Μήπως η δυσκολία με τους ναρκισσιστές θαραπευόμενους προέρχεται από την προσωπική δυσκολία των θεραπευτών να συμφιλιωθούν με τα δικά τους ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά;».
Πράγματι, η τάση των θεραπευτών να βλέπουν τους εαυτούς τους ως «δότες φροντίδας» ή «θεραπευτές τραυμάτων» μπορεί να τους αποπροσανατολίζει από τη συνειδητοποίηση της ανάγκης τους για αποδοχή και αναγνώριση από τους θεραπευόμενους. Επισημαίνει, ακόμη, πως μια τέτοια δυσκολία θα απέκλειε τον θεραπευτή από το να δει το υγιές «κομμάτι» του θεραπευόμενου, το κομμάτι που, παρά την υπεροπτική συμπεριφορά, βρίσκεται «εκεί» για να ζητήσει βοήθεια. Όπως αναφέρει και ο Jacques Lacan, ο θεραπευτής δεν πρέπει να ξεχνά το «αίτημα» (le demand) του ασθενούς. Για να αναζητά θεραπεία, το άτομο, σίγουρα υποφέρει. Προφανώς, για τους «ναρκισσιστές» δεν αποτελεί ευχάριστη διαδικασία η απεγνωσμένη προσπάθεια αποφυγής της υποτίμησης.
Κατά την B. Joseph, κεντρικός στόχος κάθε θεραπείας είναι να ανακαλύψουμε πού βρίσκεται η ζωτικής σημασίας επαφή, συναισθηματική και άμεση, ανάμεσα στο θεραπευτή και τον ασθενή, γιατί αυτό είναι ουσιαστική προϋπόθεση για την πραγματική κατανόηση. Η επαφή αυτή δεν μπορεί να επέλθει χωρίς την ενσυναίσθηση4 του θεραπευτή, η οποία προϋποθέτει την ικανότητά του να βρεί κοινά ανθρώπινα σημεία με το θεραπευόμενο, ώστε να μπορέσει να σχετιστεί μαζί του. Μάλιστα, πολλοί θεραπευτές (Ryle, Kerr, Nehmad, Freeman), παραδέχονται ότι η ενσυναίσθηση, ως χαρακτηριστικό του θεραπευτή μπορεί να θέσει τις βάσεις για μια υγιή θεραπευτική σχέση με θεραπευόμενους που πάσχουν από ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας, λόγω της απουσίας ενσυναίσθησης και αποδοχής που πιθανότατα έχουν βιώσει στις σχέσεις τους με τους σημαντικούς άλλους σε μικρή ηλικία.
Βαθύτερος στόχος της θεραπείας (γνωσιακής αναλυτικής κατεύθυνσης) για τα άτομα με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας είναι η συνειδητοποίηση από το άτομο της ευθραυστότητας που κρύβεται πίσω από την αυτοεπάρκειά του και η αποδοχή της ( αφού πρώτα έχει συνεργαστεί με το θεραπευτή στην έυρεση των ανταποδοτικών του ρόλων και έχει βιώσει την άνευ όρων αποδοχή προς αυτόν).
1 σταθερά πρότυπα αλληλεπίδρασης που γεννιούνται στις σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους σε μικρή ηλικία, καθορίζοντας παρόντα πρότυπα του «σχετίζεσθαι» με τους άλλους. Ένας ρόλος πάντα υποδηλώνει έναν άλλο ή την «εσωτερικευμένη» φωνή ενός άλλου, του οποίου έχει βιωθεί η ανταπόδοση.
2 ο μετασχηματισμός της αφήγησης του θεραπευόμενου σε ένα διάγραμμα, το οποίο αναδιατάσσει και συνδέει το υλικό σε μια πιο εύληπτη και χρήσιμη μορφή.
3 ο όρος περιγράφει τα συναισθήματα ή τις αντιδράσεις που προκαλούνται στους θεραπευτές μέσα από τις σχέσεις με τους θεραπευόμενους. Στη γνωσιακή αναλυτική θεραπεία γίνεται «επεξεργασία» της αντιμεταβίβασης σε επίπεδο ανταποδοτικών ρόλων.
4 «η ικανότητα του θεραπευτή να καταλαβαίνει το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του άλλου ατόμου με ακρίβεια και με τα συναισθηματικά και νοητικά στοιχεία που εμπεριέχονται, σαν ο θεραπευτής να ήταν το ίδιο άτομο, αλλά χωρίς να χάνει την ιδιότητά του «ως αν…»».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χρήστος Ζερβής, “Ψυχοπαθολογία του ενήλικα”, Ηλεκτρονικές τέχνες, Αθήνα 2003
Digby , Tantam, “ Psychotherapy for personality and relationship disorders”, PC Psych Publications, 1998
Freeman Sh. & Freeman Arthur, “Cognitive Behaviour Therapy in Nursing Practice”, 2005
Joseph, B., “Transference: the total situation. International Journal of Psychoanalysis”, Vol. 66, pp. 447-454, 1985
Kaplan & Sadock’s, “ Ψυχιατρική”, Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας, Αθήνα 1996
Livesley J., “Handbook of Personality Disorders”,2001
Livesley J., “The DSM-IV Personality Disorders ”,1995
Livesley J., “Practical management of personality disorder”, 2003
Rogers, C. R. “ A theory of therapy, personality and inter-personal relationships as developed in the client-centred framework. In S. Koch (Ed.), Psychology: A study of science ( Vol. 3: Formulations of the person and the social contract, pp184-256). New York: MacGraw-Hill, 1959
Ryle, A., &Kerr, B., “Introducing Cognitive Analytic Therapy”, John Wiley & Sons, LTD
Ryle, A. (1993). Cognitive Analytic Therapy: Active Participation in Change. England: John Wiley & Sons.
Sadock, B.,& Sadock, A. “Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχιατρικής”, Επιστημονικές Εκδόσεις Παρισιάνου, Αθήνα 2004
ΔΙΚΤΥΑΚΟΙ ΤΟΠΟΙ:
http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/guide/thema_a4/14.html
http://www.valentine.gr/mythology_gr2.htm
ΑΡΘΡΑ:
Ryle T., “ Transferences and countertransferences: the cognitive analytic therapy perspective”, British Journal of Psychotherapy 14 (3), 303-309, March 1998
Ryle T., “ Differences between borderline and narcissistic personality disorders”,2002
Nehmad A., “ CAT and Narcissism: The Missing Chapter”, ACAT news article1997